Η ναυτική στρατηγική των βυζαντινών και ένα πανίσχυρο όπλο στα χέρια τους!
Με αφορμή τους πολέμους των βυζαντινών εναντίον των Αράβων, οι μαθητές του Β3 Νίκος και Σπύρος Ταρενίδης, Γιώργος Παντελόπουλος και Κων/νος Καράμ (σχολική χρονιά 2014-2015) ανέλαβαν την πρωτοβουλία να αναζητήσουν πληροφορίες για το υγρό πυρ, το πανίσχυρο όπλο των βυζαντινών, αλλά και γενικότερα την οργάνωση και την τακτική του βυζαντινού στόλου. Οι πληροφορίες που βρήκαν και οι εικόνες που επέλεξαν μας δίνουν μια γεύση από τις ναυμαχίες και τις μάχες των βυζαντινών στη διάρκεια του 8ου, 9ου και 10ου αιώνα, τόσο κατά τη διάρκεια των πολιορκιών της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες, όσο και όταν περνάνε στην αντεπίθεση εναντίον των Αράβων και άλλων εχθρών της αυτοκρατορίας.
Η ΝΑΥΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ
Η οργάνωση του βυζαντινού
ναυτικού παρουσίαζε ανάλογη δομή πυρήνα-περιφέρειας με τον στρατό ξηράς. Τον
πυρήνα του βυζαντινού ναυτικού αποτελούσε ο κεντρικός στόλος στην
Κωνσταντινούπολη υπό τον δρουγγάριο του πλόιμου, ο οποίος ήταν ex officio αρχιναύαρχος όλων των
βυζαντινών στόλων. Ο κεντρικός στόλος είχε τη ζωτική αποστολή να προστατεύει
την Κωνσταντινούπολη από ναυτικές επιθέσεις και αποκλεισμούς.
Επίσης
λειτουργούσε ως ο πυρήνας μεγάλων ναυτικών εκστρατευτικών δυνάμεων. Κατά τα
φαινόμενα μονοπωλούσε το όπλο του «υγρού πυρός», ώστε να έχει εξασφαλισμένη τη
στρατηγική ανωτερότητα έναντι των θεματικών στόλων σε περίπτωση στάσεως κατά
της βυζαντινής κυβέρνησης. Μετά τον κεντρικό στόλο ιεραρχικά έρχονταν τα τρία
ναυτικά θέματα της Ανατολής, των Κιβυρραιωτών στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας,
του Αιγαίου και της Σάμου. Τα τρία αυτά ναυτικά θέματα κάλυπταν την θαλάσσια
άμυνα των κεντρικών επαρχιών της Αυτοκρατορίας έναντι των αραβικών στόλων. Πέρα
από αυτά υπήρχαν περιφερειακές μοίρες που λειτουργούσαν κάτω από
διάφορα παραλιακά θέματα της Δύσης στα Βαλκάνια και στη νότια Ιταλία, οι
τακτικές αποστολές των οποίων αφορούσαν την τοπική ναυτική άμυνα.
Το υγρό πυρ
Το υγρό
πυρ (λεγόμενο επίσης πυρ θαλάσσιον, μηδικόν πυρ, πολεμικόν
πυρ, πυρ λαμπρόν, πυρ ρωμαϊκόν ή πυρ σκευαστόν) και γνωστό
στους Δυτικούς ως ελληνικό πυρ ήταν ένα εμπρηστικό όπλο της
Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας, που εφευρέθηκε τον ύστερο 7ο αιώνα μ.Χ.. Εκτοξευόμενο
από καταπέλτες, αλλά κυρίως από πεπιεσμένους σίφωνες, το υγρό πυρ είχε την ιδιότητα
να μην σβήνει στο νερό. Ως εκ τούτου, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόκρουση των αραβικών
πολιορκιών της Κωνσταντινούπολης,
και σε αρκετές ναυτικές συμπλοκές με τους Άραβες και τους Ρως. Περιβαλλόταν με άκρα μυστικότητα,
με αποτέλεσμα να αγνοούμε σήμερα την ακριβή σύστασή του. Το βυζαντινό υγρό πυρ δεν
πρέπει να συγχέεται με παρόμοιες εμπρηστικές ουσίες που χρησιμοποίησαν οι Άραβες
και άλλα κράτη, και που στη διεθνή βιβλιογραφία συνήθως αναφέρονται συλλογικά ως
«ελληνικό πυρ». Εμπρηστικές ουσίες, βασιζόμενες σε θειάφι, πίσσα ή πετρέλαιο, χρησιμοποιήθηκαν
για πολεμικούς σκοπούς αιώνες πριν την εφεύρεση του υγρού πυρός. Η χρήση εμπρηστικών
βελών και δοχείων με εύφλεκτες ουσίες ανάγεται στους Ασσυρίους τον 9ο αιώνα π.Χ.,
και ήταν ευρέως διαδεδομένη και στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Τα συστατικά και οι διαδικασίες
παραγωγής αλλά και εξαπόλυσης του υγρού πυρός ήταν άκρως απόρρητα μυστικά. Η μυστικότητα
που το περιέβαλλε ήταν τόση, που η σύνθεση του υγρού πυρός χάθηκε, και έκτοτε αποτελεί
αντικείμενο διαφόρων εικασιών. Ανά τους αιώνες, η αναζήτηση της χαμένης αυτής φόρμουλας
έχει μονοπωλήσει σχεδόν την έρευνα γύρω από το υγρό πυρ.
Εντούτοις, το υγρό πυρ
πρέπει να γίνει αντιληπτό ως ένα ολοκληρωμένο οπλικό σύστημα αποτελούμενο από διάφορα
επιμέρους κομμάτια, τα οποία ήταν όλα απαραίτητα για την αποτελεσματική του δράση.
Πέραν της φόρμουλας της εμπρηστικής ουσίας καθ' εαυτής, το σύστημα περιλάμβανε τους
πυρφόρους δρόμονες,
τη συσκευή που θέρμαινε και έθετε υπό πίεση την ουσία, το σίφωνα που την εξαπέλυε,
και την ειδική εκπαίδευση των χειριστών του συστήματως, των λεγόμενων σιφωναρίων.
Οι διάφοροι χειριστές και τεχνίτες του συστήματος είχαν κατά πάσα πιθανότητα γνώση
μόνο ενός επιμέρους εξαρτήματος, εξασφαλίζοντας ότι κανένας εχθρός δεν θα μπορούσε
με μιας να αποκτήσει πλήρη γνώση του.Έτσι εξηγείται πως όταν το 814 οι Βούλγαροι
πήραν τις πόλεις Μεσημβρία
και Δεβελτό
και βρήκαν εκεί 36 σίφωνες και ποσότητες της εμπρηστικής ουσίας, στάθηκαν ανίκανοι
να τα χρησιμοποιήσουν.
Πηγή: Wikipedia
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου